- περίβουνος
- περίβουνοςsurrounded by hillsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίβουνος — ον, Α τριγυρισμένος από βουνά, περιφραγμένος από λόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βουνό] … Dictionary of Greek